υπερελλειπτικός

υπερελλειπτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υπερελλειπτικό ολοκλήρωμα»
μαθημ. περίπτωση ελλειπτικού ολοκληρώματος στο οποίο ο βαθμός τού πολυωνύμου είναι ίσος ή μεγαλύτερος από 5.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ελλειπτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”